- τούφα
- η(λ. λατ.)1. δέσμη από μαλλιά, νήματα, ίνες: Άσπρη τούφα σε μαύρα μαλλιά.2. τουλούπα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τούφα — τοῦφα, η, ΝΜ 1. δέσμη, σύνολο από ίνες μαλλιού, τριχών, νημάτων 2. η τουλούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tufa «είδος σημαίας, δόρυ με τρίχινο λοφίο στο άκρο» < γερμ. tūfa «λοφίο» (βλ. και λ. τύφη)] … Dictionary of Greek
κοκαρίσκιον — κοκαρίσκιον, τὸ (Μ) τούφα από ακατέργαστα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκάριον (< ποκάριον «τούφα μαλλί», με αφομοίωση) + επίθημα ίσκιον (πρβλ. αρτ ίσκιον, βωμ ίσκιον)] … Dictionary of Greek
τύφη — η, ΝΜΑ, και τύφι, τὸ, Α λόγια ονομασία τού γένους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, υδροχαρών ποωδών φυτών τύφα, με 15 περίπου είδη, ορισμένα από τα οποία φέρουν φύλλα που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή… … Dictionary of Greek
tufă — TÚFĂ, tufe, s.f. 1. Arbust cu ramuri dese care pornesc direct de la rădăcină; grup de flori, de lăstari sau de plante erbacee cu rădăcină comună. ♢ expr. (fam.) Tufă (de Veneţia) = nimic, deloc. Tufă n pungă sau tufă n buzunar = a) nimic; b) om… … Dicționar Român
τουλούπα — η 1. τούφα μπαμπακιού, μαλλιού: Τουλούπα για κλώσιμο. 2. τούφα χιονιού, καπνού: Καπνίζει κάνοντας τουλούπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Toupha — The toupha (in Greek τουφα / toúpha or τουφίον / touphíon) is a plumage of the hair or bristles of exotic animals, used to decorate horsemen s helmets and emperors crowns.One of the most famous touphas is that which surmounts the crown or helmet… … Wikipedia
Toupha — Statue équestre de Justinien portant la toupha, sur l Augustaion La toupha (en grec τοῦφα / toúpha ou τουφίον / touphíon) est un plumeau de crins ou de poils d animaux exotiques utilisé pour décorer les casques des cavaliers et les couronnes… … Wikipédia en Français
Toupha — Zeichnung des Nimphyrios, 1430 Darstellung einer Toupha auf … Deutsch Wikipedia
CAMELAUCIUM seu CAMELAUCUM — Macro est biretum Monachale Graecorum et Benedictinorum, cuius limbus binas appendices parabolicis figuris desinentes habet, quae faciei tempora contegunt; sed Benedictinorum sunt breviores. Suturae istiusmodi bireti in 4. partes aequales fiunt;… … Hofmann J. Lexicon universale
αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά … Dictionary of Greek